Μια άσκηση είναι μια απλή αλλά ισχυρή ανάθεση. Σε μια άσκηση ο εκπαιδευτής ζητά από τους εκπαιδευόμενους για να κάνουν μέρος πρακτικής εργασίας, π.χ. μια έκθεση- δοκίμιο ή μια έκθεση-αναφορά, μια παρουσίαση, ή ένα λογιστικό φύλλο (spreadsheet), κ.λπ.. Όταν ο εκπαιδευόμενος ολοκληρώσει, πρέπει πρώτα να αυτο-αξιολογήσει την εργασία του και μετά να την υποβάλει στον εκπαιδευτή. Μόλις υποβληθεί η εργασία, ο εκπαιδευτής την αξιολογεί χρησιμοποιώντας την ίδια φόρμα αξιολόγησης. Ο εκπαιδευτής μπορεί να δώσει ανατροφοδότηση στον εκπαιδευόμενο και να του ζητήσει να βελτιώσει την εργασία και να την υποβάλει εκ νέου, εάν χρειάζεται. Ο τελικός βαθμός βασίζεται και στο πόσο καλά ο εκπαιδευόμενος αξιολόγησε την εργασία του, και στην ίδια την εργασία.

Πριν από την έναρξη της Άσκησης ο εκπαιδευτής οργανώνει την άσκηση ως εξής:

  1. Δημιουργεί ένα έγγραφο τύπου Word ή ένα αρχείο HTML που αποτελεί την εισαγωγή στην άσκηση και εξηγεί στους εκπαιδευόμενους τι πρέπει να κάνουν. Αυτό το αρχείο φορτώνεται στην Άσκηση από τον εκαπιδευτή.
  2. Προσθέτει το στοιχεία του κειμένου και επιλέγει τη Φόρμα Αξιολόγησης. Αυτή η φόρμα θα χρησιμοποιηθεί και από τους εκπαιδευόμενουςκαι από τον εκπαιδευτή, για την αξιολόγηση της εργασίας που θα παραχθεί από την Άσκηση. Υπάρχουν διάφοροι τύποι αξιολογήσεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν (βλ. τη βοήθεια στη "Στρατηγικές βαθμολόγησης ")

Στις μεγάλες τάξεις εκπαιδευομένων, ο εκπαιδευτής μπορεί να βρεί χρήσιμο να δημιουργήσει περισσότερες από μια εκδόσεις της Άσκησης. Αυτές οι παραλλαγές προσθέτουν ποικιλότητα στην άσκηση και εξασφαλίζουν ότι οι εκπαιδευόμενοι κάνουν διαφορετικά πράγματα στην Άσκηση. Διατίθενται στους εκπαιδευόμενους με τυχαίο αλλά ισορροπημένο τρόπο. Κάθε εκπαιδευόμενος λαμβάνει μόνο μια άσκηση αλλά ο αριθμός που κάθε παραλλαγή διατίθεται σε μια τάξη είναι περίπου ο ίδιος. Σημειώστε ότι οι παραλλαγές δεν πρέπει να είναι πάρα πολύ διαφορετικές, αφού η ίδια μορφή αξιολόγησης χρησιμοποιείται για όλες τις παραλλαγές.

Με την περιγραφή / τις περιγραφές της Άσκησης και τη μορφή αξιολόγησης σε ισχύ, οι εκπαιδευόμενοι μπορούν να αρχίσουν. Τους παρουσιάζεται περιγραφή της άσκησης ή της δοκιμασίας. Μόλις ολοκληρώσουν την άσκηση, πρέπει να αξιολογήσουν την εργασία τους (χρησιμοποιώντας την ήδη δοθείσα Φόρμα Αξιολόγησης), πριν τους επιτραπεί να υποβάλουν την εργασία τους στον εκπαιδευτή. Η φόρμα αξιολόγησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως "πίνακας ελέγχου" από τους εκπαιδευόμενους. Μπορούν, εάν επιθυμούν, να αναθεωρήσουν και την εργασία τους και την αξιολόγηση προτού να υποβάλουν την εργασία τους, και πρέπει να ενθαρρυνθούν για να πράξουν έτσι!

Μόλις υποβάλει ένας εκπαιδευόμενος την εργασία του, τόσο η αξιολόγησή του όσο και η ίδια η εργασία του διατίθενται στον εκπαιδευτή. Ο εκπαιδευτής αξιολογεί τις εργασίες (χρησιμοποιώντας τη Φόρμα Αξιολόγησης του εκπαιδευόμενου ως αφετηρία) και λαμβάνει μια απόφαση είτε να ζητήσει από το σπουδαστή για να υποβάλει εκ νέου μια βελτιωμένη έκδοση της εργασίας είτε όχι.

Εάν ο εκπαιδευτής θεωρεί ότι η εργασία του εκπαιδευόμενου θα μπορούσε να βελτιωθεί, τότε ο σπουδαστής πρέπει να έχει την ευκαιρία να υποβάλει εκ νέου. Αν γίνει αυτό, τότε ο εκπαιδευτής επαναξιολογεί την εργασία χρησιμοποιώντας μια φόρμα αξιολόγησης που περιέχει τους βαθμούς και τα σχόλια από την προηγούμενη υποβολή του σπουδαστή. Κατά συνέπεια, η επαναξιολόγηση είναι θέμα ενημέρωσης της προηγούμενης φόρμας αξιολόγησης, λαμβάνοντας υπόψη την αναθεωρημένη εργασία του εκπαιδευόμενου, και όχι ανάληψη νέας αξιολόγησης από την αρχή.

Με την πάροδο της προθεσμίας υποβολής, οι εκπαιδευόμενοι μπορούν να συνεχίσουν να υποβάλλουν. Αλλά οι εργασίες αυτές σημειώνονται ως "αργοπορημένες". Ο εκπαιδευτής μπορεί, εάν το επιθυμεί, να βαθμολογήσει την εργασία και να δώσει ανατροφοδότηση στον εκπαιδευόμενο. Οι βαθμοί των εκτός προθεσμίας εργασιών συγκρατούνται και δε χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τελικών βαθμών. Εάν, για οποιοδήποτε λόγο, ο εκπαιδευτής επιθυμεί να δεχτεί ένα κομμάτι μιας εκτός προθεσμίας εργασίας ως κανονικό, η σχετική σημείωση μπορεί να εξαλειφθεί με τη μετάβαση στη σελίδα Διαχείρισης, την εύρεση της υποβολής και κάνοντας κλικ στην κατάλληλη σύνδεση. Ο βαθμός για εκείνη την εργασία θα χρησιμοποιηθεί στον υπολογισμό των τελικών βαθμών.

Όταν όλες οι υποβολές βαθμολογηθούν, η άσκηση κινείται προς την τελική φάση. Οι περαιτέρω υποβολές εκπαιδευομένων τώρα δεν επιτρέπονται. Οι εκπαιδευόμενοι μπορούν τώρα να δουν τους τελικούς βαθμούς τους μαζί με τους βαθμούς που δίνονται στις υποβολές τους. Ο βαθμός ενός εκπαιδευόμενου για την άσκηση είναι το άθροισμα του "Βαθμολογούμενου βαθμού" του εκπαιδευόμενου (μια μέτρηση της συμφωνίας μεταξύ της αξιολόγησης του εκπαιδευόμενου και της αξιολόγησης του εκπαιδευτή για την πρώτη υποβολή του εκπαιδευόμενου), και του βαθμού του εκπαιδευτή για την/τις υποβολή/ές του εκπαιδευόμενου. (Ο βαθμός που δίνεται από τον εκπαιδευόμενο στην αξιολόγησή τους δε χρησιμοποιείται.)

Όταν ο εκπαιδευτής επιτρέπει στους εκπαιδευόμενους να υποβάλουν εκ νέου την εργασία τους, ο εκπαιδευτής πρέπει να εξετάσει πώς να θέσει την επιλογή που ελέγχει πώς ο τελικός βαθμός του σπουδαστή υπολογίζεται από τις πολλαπλές υποβολές. Αυτή η επιλογή επιτρέπει στον εκπαιδευτή να επιλέξει μεταξύ της χρησιμοποίησης του μέσου βαθμού των υποβολών του σπουδαστή ή της καλύτερης υποβολής. Αυτή η επιλογή μπορεί να αλλάξει οποιαδήποτε στιγμή και έχει άμεση επίδραση στην οθόνη βαθμών.

Στην τελική φάση της άσκησης οι εκπαιδευόμενοι μπορούν επίσης να δουν έναν "Πίνακα Κατάταξης" των υποβολών. Πρόκειται για κατάλογο των υποβολών σε διάταξη, με την υποβολή που έλαβε τον υψηλότερο βαθμό να είναι στην κορυφή. Όταν υπάρχουν πολλαπλές υποβολές της ίδιας εργασίας, μόνο η καλύτερη υποβολή του εκπαιδευόμενου παρουσιάζεται στον κατάλογο αυτό.

Ταξινόμηση όλων των αρχείων βοήθειας